δορίς

δορίς
δορίς, η (AM)
μσν.
το θυσιαστήριο, η αγία τράπεζα
αρχ.
μαχαίρι ειδικό για το γδάρσιμο τών ζώων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δορίς — sacrificial knife fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δορίδα — δορίς sacrificial knife fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δορίδας — δορίς sacrificial knife fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δορίδες — δορίς sacrificial knife fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξοΐς — ξοΐς, ἡ (Α) σιδερένιο εργαλείο που χρησιμοποιείται στη γλυπτική και στην εξόρυξη, καθώς και στην κατεργασία μεταλλευμάτων ή πετρωμάτων, σμίλη («ξοΐς μεταλλικὸν σκεῡος, και λιθουργικόν», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί πιθ. από την… …   Dictionary of Greek

  • δορί — δόρυ stem neut dat sg (attic) δορίς sacrificial knife fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”